μιλιταριστής

μιλιταριστής
ο, θηλ. μιλιταρίστρια
οπαδός τού μιλιταρισμού, στρατοκράτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. militariste (βλ. μιλιταρισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μιλιταριστής — ο θηλ. ίστρια ο οπαδός του μιλιταρισμού, της στρατοκρατίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μιλιταριστικός — ή, ό [μιλιταριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μιλιταρισμό ή στον μιλιταριστή, στρατοκρατικός («μιλιταριστική νοοτροπία») …   Dictionary of Greek

  • στρατοκράτης — ο, Ν αυτός που κυβερνά με τη βοήθεια τού στρατού ή αυτός που υποστηρίζει την ανάμιξη τού στρατού στην πολιτική ζωή μιας χώρας, μιλιταριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + κράτης (< κράτος), πρβλ. τρομο κράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην… …   Dictionary of Greek

  • Μιρμπό, Οκτάβ — (Octave Mirbeau, 1848 – 1917). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από νορμανδική οικογένεια. Σπούδασε στο λύκειο των Βαν, που διευθύνονταν από Ιησουΐτες. Ο Μ. άρχισε τη σταδιοδρομία του ως θεατρικός κριτικός και με την ιδιότητά του αυτή συνεργάστηκε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”